- εὐοιώνιστος
- εὐοιώνιστος, ον,A of good omen, D.S.33.28a, Sch.Luc.JTr.47, prob. in Phryn.PSp.71 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευοιώνιστος — εὐοιώνιστος, ον (Α) αυτός που έχει καλό οιωνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οιωνιστος (οιωνίζομαι), πρβλ. δυσ οιώνιστος] … Dictionary of Greek
εὐοιώνιστος — of good omen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐοιωνίστως — εὐοιώνιστος of good omen adverbial εὐοιώνιστος of good omen masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐοιώνιστον — εὐοιώνιστος of good omen masc/fem acc sg εὐοιώνιστος of good omen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐοιωνίστου — εὐοιώνιστος of good omen masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐοιώνιστα — εὐοιώνιστος of good omen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)